- πολυπότης
- ο , πολυπότις (-ιδος) η пьяница, алкогол|ик, -ичка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυπότης — hard drinker masc nom sg πολυποτέω drink hard imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπότης — και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, ιδος, Α αυτός που πίνει πολύ κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek
πολυπότης — ο αυτός που πίνει πολύ, αλλ. μπεκρής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπόται — πολυπότης hard drinker masc nom/voc pl πολυπότᾱͅ , πολυπότης hard drinker masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόταις — πολυπότης hard drinker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπότην — πολυπότης hard drinker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυπότην — πολυπότης hard drinker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπότας — πολυπότᾱς , πολυπότης hard drinker masc acc pl πολυπότᾱς , πολυπότης hard drinker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαπότης — ζαπότης, ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) μέθυσος, πολυπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πότης] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυποσία — και πολυποσίη, ἡ, Α [πολυπότης] η υπερβολική οινοποσία … Dictionary of Greek